ΑΡΡΥΘΜΙΕΣ

Υπερκοιλιακές Αρρυθμίες

doctor with stethoscope and a cardiogram overlay

Αρρυθμία δε σημαίνει απλά ότι ο ρυθμός δεν είναι κανονικός (ρυθμικός) αλλά κυρίως ότι δεν προέρχεται από το φυσιολογικό κέντρο παραγωγής των ερεθισμάτων δηλαδή το φλεβόκομβο.

Η απλούστερη μορφή αρρυθμίας είναι οι έκτακτες συστολές. Αυτές διαφέρουν από τις κανονικές γιατί προέρχονται από ερεθίσματα που παράγονται όχι από το φλεβόκομβο αλλά από άλλες περιοχές της καρδιάς. Αν τα ερεθίσματα προέρχονται από περιοχή των κόλπων, οι εκτακτοσυστολές ονομάζονται υπερκοιλιακές επειδή οι κόλποι βρίσκονται πάνω από τις κοιλίες της καρδιάς. Αν τα ερεθίσματα προέρχονται από τις κοιλίες αυτές ονομάζονται κοιλιακές.

Γενικά οι έκτακτες συστολές είναι η συνηθέστερη μορφή αρρυθμίας και εμφανίζονται τόσο σε καρδιοπάθεια όσο και σε άτομα χωρίς οργανική καρδιοπάθεια.  Είναι αρκετά συχνό εύρημα και σε νεαρά υγιή άτομα, αλλά η συχνότητα τους γίνεται μεγαλύτερη όσο αυξάνει η ηλικία. Έχει βρεθεί σε διάφορες μελέτες ότι σε φυσιολογικά άτομα άνω των 60 ετών ένα ποσοστό 20% έχουν περισσότερες από 100 υπερκοιλιακές έκτακτες συστολές το 24ωρο, ενώ ένα ποσοστό 5% έχει πάνω από 1000 έκτακτες υπερκοιλιακές συστολές στο 24ωρο. Ακόμη σε άτομα άνω των 40 ετών η ανεύρεση μέχρι 200 έκτακτων συστολών στο 24ωρο είναι σύνηθες εύρημα. Πολλές φορές οι έκτακτες συστολές εμφανίζονται ή γίνονται πολύ περισσότερες ύστερα από κατάχρηση καφές, οινοπνεύματος ή καπνού. Αρκετές φορές οι έκτακτες συστολές δε γίνονται αντιληπτές από το άτομο και διαπιστώνονται σε τυχαία ιατρική εξέταση. Σε άλλες όμως περιπτώσεις γίνονται αισθητές σαν ‘φτερούγισμα’ ή σαν ένα κενό στο στήθος.

Επειδή οι έκτακτες συστολές δεν υπάρχουν συνεχώς αλλά μπορεί να εμφανίζονται σε ορισμένα μόνο χρονικά διαστήματα της ημέρας ή και πολύ αραιότερα είναι δυνατό να μην καταγραφούν σε ένα απλό ηλεκτροκαρδιογράφημα, το οποίο έχει πολύ μικρή χρονική διάρκεια. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ιδιαίτερα βοηθητική η λήψη 24ωρης συνεχούς καταγραφής του ηλεκτροκαρδιογραφήματος με συσκευή Holter για ένα 24ωρο.

Όπως προαναφέραμε, οι έκτακτες συστολές διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες τις υπερκοιλιακές και τις κοιλιακές εκτακτοσυστολές. Ο διαχωρισμός αυτός και η διάγνωση της προέλευσης των εκτακτοσυστολών ( με το ηλεκτροκαρδιογράφημα) έχουν σημασία,

γιατί ο κίνδυνος για σοβαρότερες αρρυθμίες είναι εντονότερος στην περίπτωση των κοιλιακών έκτακτων συστολών. Οι υπερκοιλιακές εκτακτοσυστολές είναι κατά κανόνα καλοήθης αρρυθμία.

Μία άλλη σχετικά συνήθης αρρυθμία είναι η λεγόμενη παροξυσμική υπερκοιλιακή ταχυκαρδία. Η ταχυκαρδία αυτή εμφανίζεται συχνά σε υγιή άτομα και από μικρή συνήθως ηλικία. Η συχνότητα των καρδιακών παλμών είναι μεγάλη και κυμαίνεται μεταξύ 160 και 220 παλμών στο λεπτό. Σε πολλές περιπτώσεις η ταχυκαρδία αυτή μπορεί να οφείλεται στην ύπαρξη ενός μικρού τμήματος επιπρόσθετου καρδιακού ιστού (δεμάτιο) σε μία θέση της καρδιάς που φυσιολογικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται ένα είδος βραχυκυκλώματος στο ηλεκτρικό σύστημα της καρδιάς ο οποίο προκαλεί την ταχυκαρδία. Η ακριβής θέση του δεματίου μπορεί να προσδιοριστεί με ηλεκτροφυσιολογικό έλεγχο και να καταστραφεί μέσω κατάλυσης με υψίσυχνο ρεύμα γεγονός που επιφέρει στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων την ίαση του ασθενούς, χωρίς περαιτέρω υποτροπές.

Η ταχυκαρδία αυτή εμφανίζεται σε κάποια στιγμή της ζωής, συνήθως παιδική ή νεανική ηλικία και το πόσο συχνά αυτό συμβαίνει διαφέρει σημαντικά. Συνήθως εμφανίζεται συχνότερα με την πάροδο των ετών για να μειωθούν πια οι υποτροπές της στην γεροντική ηλικία. Η διάρκεια των παροξυσμών διαφέρει από λίγα δευτερόλεπτα ή λεπτά μέχρι πολλές ώρες.

Ο τρόπος που εμφανίζεται αυτή η ταχυκαρδία αλλά και ο τρόπος που σταματά είναι χαρακτηριστικός και την κάνει να ξεχωρίζει από τη φυσιολογική (φλεβοκομβική) ταχυκαρδία. Η παροξυσμική ταχυκαρδία εμφανίζεται κατά κανόνα εντελώς αιφνίδια, χωρίς να συσχετίζεται η εμφάνιση της με κάποια συγκεκριμένη κατάσταση ή ενόχλημα.  Στις περισσότερες περιπτώσεις η παροξυσμική ταχυκαρδία είναι καλά ανεκτή για αρκετό χρονικό διάστημα από την έναρξη της, ειδικά αν το άτομο είναι νέο στην ηλικία. Αν όμως η διάρκεια της ταχυκαρδίας παραταθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, προκαλείται αίσθημα ζάλης, έντονη κόπωση, εξάντληση, τάση προς λιποθυμία ή και λιποθυμία, επειδή η αρτηριακή πίεση πέφτει χαμηλά. Για το λόγο αυτό είναι προτιμότερο κατά τη διάρκεια της ταχυκαρδίας το άτομο να είναι ξαπλωμένο.

Οι κατάλληλες θεραπευτικές ενέργειες κατά τη διάρκεια της ταχυκαρδίας είναι αφενός χειρισμοί που μπορεί να γίνουν από τον ίδιο τον άρρωστο αφετέρου δε χειρισμοί ή φάρμακα που γίνονται ή χορηγούνται από τον ιατρό. Ένας χειρισμός που μπορεί να γίνει από τον άρρωστο είναι η απότομη και πολύ βαθιά εισπνοή και στη συνέχεια προσπάθεια βίαιης εκπνοής κρατώντας κλειστό το λάρυγγα ώστε να μην φύγει ο αέρας από τους πνεύμονες π.χ. όπως σφίγγεται κανείς όταν είναι δυσκοίλιος. Ένας άλλος τρόπος είναι η προσπάθεια πρόκλησης εμετού. Σε πολλές περιπτώσεις οι χειρισμοί αυτοί μπορεί να διακόψουν την ταχυκαρδία και γι αυτό πρέπει να επιχειρούνται αμέσως μετά την εμφάνιση της.